ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Pillars of Creation

 

«Ὅς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, ὃς δ' ἂν
ἀπολέσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσκει αὐτήν.»
IS § 25-26 Ματθαῖος

 

«...καὶ συγγενεῖς τινες τοῦ Θεοῦ ἐσμὲν κἀκεῖθεν ἐληλύθαμεν.»
Βιβλ. 1 § 14 Ἐπίκτητος

 

Ὢ ἐκεῖνο τὸ Αἰώνιο Παιδὶ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ποὺ ἐσαρκώθη καὶ τόρνευε τὸ
ἀνθεκτικὸ κυπαρίσσι καὶ τὸν ἄσηπτο, τὸν ἀρωματικὸ κέδρο στὸ
ξυλουργεῖο τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὸ ἄφθονο πριονίδι στὸ ἔδαφος τὴν
ὑπομονὴ καὶ τὴν τέχνη τῆς ἐργασίας Του φανέρωνε! Ἂχ ἐκεῖνο
τὸ μεγάλο Του «Διψῶ» πάνω στὸ Σταυρό Του, μιὰ ὁλόκληρη ἔρημος
φλεγόμενη καὶ ἀξεδίψαστη χωρὶς τὴ γλυκιὰ στὸ Ταξιδιώτη τὴν
ὑπόσχεση τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ της! Κι ὅμως ὁ Λόγος, ὁ Ἰησοῦς
ἔσπειρε τοὺς ἄπειρους πυρώδεις σπόρους τῶν ἥλιων καὶ τῶν γαλαξιῶν
καὶ εἶχε ντύσει τοὺς οὐρανοὺς τοὺς τρίσβαθους μὲ τῆς Ὕπαρξης
τὴν ὑπέρλαμπρη μουσικὴ στροβιλιζόμενη πολιτέλεια τὴν πρωτοφανὴ
καὶ ἀνήκουστη κι ἐμεῖς τὴ χάσαμε μὲ τὴν προπατορικὴ τῆς ἀκοῆς μας
ἐκείνη τὴν πτώση· φόρεσε λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ μᾶς δήλωνε ὅτι
μπορούσαμε νὰ γινόμασταν κι ἐμεῖς Θεός, γιὰ νὰ ἀφουγκραζόμασταν
ἐκείνη τὴν ἁρμονία τῶν Σύμπαντων φτάνοντας στοὺς οὐρανοὺς
σὰν παιδιὰ ποὺ ἐδῶ εἴχαμε χάσει τὸ σπίτι μᾶς;

*

Ἂχ ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο ἀγόρι τῆς Γαλιλαίας στὶς γιορτινὲς ἡμέρες
χαιρόταν τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν, ἐκείνη τοῦ Θεοῦ τὴν ἀθωότητα,
τὸ δέντρο, ὅταν σώπαινε κι ὅταν θρόιζε στοὺς ἥμερους λόφους
κι ἄκουγε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ζῶων μὲ τὰ κοντὰ καὶ τὰ
μεγάλα πόδια ὅπου βελάζοντας, μουκανίζοντας νωθρὰ περπατοῦσαν
πρὸς τοὺς σταύλους τους ὅπου τὰ βαριὰ ζώα ἐκεῖ τῶν ἥλιων τὴ χλόη
τοὺς ἀναχάραζαν κάτω ἀπὸ τὴν ἀσημένια σιωπὴ τῶν φεγγαριῶν τους.
(Δὲ μᾶς εἶπε πὼς γιὰ νὰ 'μασταν πρῶτοι χρειαζόμασταν τοὺς ἄλλους
πολὺ καλὰ νὰ τοὺς ὑπηρετούσαμεν;;)

*

Πόσο πολὺ σὰν ἄνθρωπος πείνασε γιὰ νὰ σκέπαζε μὲ τὸ αὐστηρό Του
παράπονο τὴ συκιὰ καὶ ξεράθηκε, γιατὶ καθόλου δὲν κατόρθωσε
νὰ γλύκαινε τοὺς συνηθισμένους ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι ὀλύνθους της!

*

Σαράντα μέρες μέσα στὴν ἔρημο ὁ φίλος μας Ἰησοῦς ἀρνήθηκε τῆς γῆς ὅλα τὰ
βασίλεια τὰ περιζήτητα, τὴ φιλαρχία, τὴν φιλεξουσία, ἐκεῖνο τὸ σκληρὸ
ναρκωτικὸ τῶν κυβερνητῶν, ποὺ τόσες παρανοϊκὲς συμφορὲς στὸν πλανήτη μας
τὸν ταλαίπωρον ἐσώρευσε. Ἂχ καὶ σήμερα δὲ συνεχίζαμε νὰ ξαπλώναμε
πεθαμένο τὸ παιχνίδι τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποὺ εἶχαν βγεῖ γιὰ λίγο
ἀπὸ τὸ καταφύγιο γιὰ νὰ 'παιζαν ἔξω στὸ δρόμο; Δὲ σκοτώναμε
γέρους καὶ γυναῖκες μὲ τὰ μωρὰ στὴν ἀγκαλιά τους, ποὺ περίμεναν
στὴν ὑπομονετικὴ σειρά τους γιὰ νὰ 'παιρναν λίγα τρόφιμα;

*

(Ἂχ λησμονήσαμε νὰ κοιτάζαμε τὸν κόσμο σωστὰ μὲ τὰ δροσερὰ μάτια
τῶν παιδιῶν, ἀλίμονο τὸ λησμονούσαμε αὐτὸ τ' ὄμορφο νὰ κατορθώναμε
κατόρθωμα.) Δὲ μᾶς εἶπε ὅταν δίναμε μὲ τὸ δεξὶ νὰ μὴν τὸ γνώριζε οὔτε
τὸ ἀριστερό μας χέρι; Δὲ μᾶς ἔλεγε πὼς ἡ ἀγάπη ἦταν μιὰ θύρα
καλὴ τῆς ἐμπιστοσύνης, ὅτι εἶχε τὴν αὐτάρκεια τοῦ σπόρου;
Μὲ μιὰ πίστη μικρὴ σὰν ἕνα κόκκο σινάπι δὲ μᾶς εἶπε ὅτι θὰ μπορούσαμε
νὰ κινούσαμε τὰ βουνὰ στῶν θαλασσῶν τὰ βάθη; Ἡ πίστη δὲν ἔλυνε
τὰ πόδια τῶν παραλυτικῶν καὶ περπατοῦσαν; Δὲ γέμιζε μὲ ἥλιο
τῶν τυφλῶν τὰ μάτια;

*

Ἂ ν' ἀγαπούσαμε δυνατὰ ὄχι τοὺς φίλους μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μας!
Ἔτσι θὰ γινόταν ἡ καρδιά μας ἐλαφριὰ σὰ δέρμα ἐλαφιοῦ, σὰν
κυανὸ πέταγμα χελιδονιῶν.

*

Ζακχαῖε, φώναξε, κατέβα ἀπὸ τὸ δέντρο, σήμερα μαζί σου
θὰ δειπνήσω καὶ διπλασίαζε ὀξὺ στὶς ὀχιὲς τῶν ὑποκριτῶν
τὸ δεινό τους δηλητήριο, γιατὶ καταδεχόταν μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ὅλους καὶ τοὺς τελῶνες νὰ διασκέδαζε.

*

Κι ὅλα γύρω μας τραγούδι καὶ χορὸς καὶ ἡ μέλισσα
ἀσμενιζόταν μὲ τὸν ἐρωτικό της βόμβο στὸ λουλούδι της
καὶ τὸν κώμα ἔλυνε τὴν κορυφὴ τῶν κάτασπρων κρίνων στὸ ἀκρογιάλι του.

*

Ἂχ πικραινόταν μὲ μιὰ πίκρα ἄψινθο, ὅταν μέσα στὴν καρδιὰ τῆς ἄνοιξης
ὁλομόναχος μέσα στοῦ ἱεροῦ Του σώματος τὴν ὀδύνη, ὁ ξέγνοιαστος ἄνεμος
ὀσμιζόταν καὶ ὀνόμαζε τῆς πασχαλιᾶς τὸ χρῶμα της καὶ τὸ ἄρωμα. Οἱ ζωηρὲς
ἐξοχὲς ἀνθοφοροῦσαν καὶ οἱ ἀγριόπαπιες φοροῦσαν τὸ γεωμετρικό τους σχῆμα,
τὴ θάλασσα τὴν ἄφηναν καὶ στὶς ψηλὲς πάλι λίμνες τους γυρνοῦσαν.

*

Ἂ νὰ νιώθαμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἔτσι σὰν ἕνα αἰφνίδιο κελάηδημα
τοῦ πετροκότσυφα στοῦ βίου μας τὸ μεσοχείμωνο! Ἔτσι ἁπλοὶ νὰ γινόμασταν
καὶ φυσικοὶ σὰ μίλημα νεροῦ, ποὺ ἔπαιρνε τὴ φωνή του κι ἀπὸ τὸ πιὸ
μικρὸ χαλίκι του! Ἂ νὰ ὁδοιπορούσαμε μαζὶ του πρὸς τοὺς Ἐμμαοὺς
καὶ μαζί του νὰ δειπνούσαμε καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίζαμε τὸν καλό μας
Ἰησοῦ, τὸ φίλο τῶν ταπεινῶν καὶ τῶν ψαράδων, ποὺ πρόσεχε στὶς
παραλίες πῶς στέγνωσαν τὰ δίχτυα τους, πῶς ἐπιδιόρθωναν
τὴ βλάβη τῆς θαλασσοταραχῆς τους.

*

Ὢ νὰ τὸν γυρεύαμε ὅπως ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ποὺ ὅταν εἶδε ἄδειο
τὸ μνῆμα καὶ δίπλα ἕνα ζεῦγος ζωηφόρων ἀγγέλων μὲ τὰ φτερά τους
διπλωμένα στοὺς ὤμους τους, φρέσκο χιόνι, λαμπρὸ κι ἀπάτητο
ἔκλαιγε σπαραχτικὰ ὀλοφυρόμενη καὶ ρωτοῦσε και ξαναρωτοῦσε,
πῶς ἐκλάπη ὁ βασιλέας τῶν ὅλων, ποῦ τὸν ἔκρυψαν, ποῦ τὸν πῆγαν,
ποῦ τὸν ἔθηκαν. Κι ὅταν ἐστράφη πίσω της τὸν ἀναγνώρισε
μὲ τὴν πρώτη κιόλας ματιά της κι ἂς ἦταν μεταμφιεσμένος
ὁ καλός της Ἰησοῦς σὲ κηπουρό, ἐκεῖνος ὁ προκόσμιος
κηπουρὸς και σχεδιαστὴς τῶν ἄστρων· κι εὐθὺς πλημμυρισμένη
σὲ δάκρυα χαρᾶς τὸν δοξολογοῦσε. Ἂχ ἔτσι πότε νὰ μὴ
χωριζόμασταν ἀπὸ τὸν Σωτήρα μας τὸν Ἰησοῦ, ὅπως χωριζόταν
τὸ λάδι ἀπὸ τὸ νερό, ἀλλὰ νὰ σμίγαμε, νὰ γινόμασταν,
ἕνα μαζί Του ὅπως τὸ λιγοστὸ νερὸ ποὺ χυνόταν, γιὰ νὰ
μετριαζόταν ἕνας οἶνος ἄκρατος φυλασσόμενος στῆς ὑπόγειας
κρύπτης του τὴν παλαιότητα. Ἔτσι ὅπως ἡ ζωὴ διαλυόταν μέσα στὸ
θάνατο τὸν ἡγεμονευόμενο, ἔτσι ὅπως ὁ θάνατος διαλυόταν μέσα στὴ ζωὴ
μὲ τὴν ἴδια ἐναλλασσόμενη διαρκῶς ἀθάνατη γέφυρα μέσα σ' ὅλα τ' ἄπειρα
τὰ Μουσικὰ Σύμπαντα.

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 1604, 1994
Φωτογραφία: Astronomy Picture of the Day

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *