Θητεία μαθητείας στό «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μέρος Α΄

«Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη

Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα πράγματα πού θά ἔπρεπε νά συνειδητοποιοῦμε εἶναι ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν τελειώνει στό «Δι᾽ εὐχῶν».
Ἀντίθετα ἀπό τό «Δι᾽ εὐχῶν» ἀρχίζει. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα χρεωνόμαστε τή μετάγγιση τῆς εὐλογίας στόν κόσμο.
Στό ποιητικό ἔργο «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μποροῦμε νά ψηλαφίσουμε αὐτή ἀκριβῶς τή συνέχεια.
Τή λειτουργία μετά τήν Λειτουργία. Μιά λειτουργική μετάγγιση τοῦ εὐχαριστιακοῦ καί δοξολογικοῦ νοήματος στόν βίο
πού ὁμολογεῖ τόν τρόπο τῆς τραγικά δοκιμαζομένης ἀλλά ἀναστημένης ὕπαρξης πού στούς ὤμους της ἔχει χρεωθεῖ
τό ΝΥΝ καί ΑΕΙ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τοῦ «μικροῦ καί μέγα».
Μεθεκτικά εἰσερχόμενος ἀπό τόν θεῖο στόν ἔκπτωτο κόσμο καί ἐπωμιζόμενος τή μοίρα τοῦ λαοῦ του,
ὁ ποιητής ἀπονέμει τόν χαιρετισμό τοῦ Ἄξιον Ἐστί στήν «Ὀνειροτόκο» καί «ἀκριβοσπάθιστη» ἑλληνική ρίζα,
τήν ἑλληνική ψυχή πού «μέ λογισμό καί μ’ ὄνειρο» (Σολωμός) σβήνει τά σημάδια τῆς φθορᾶς καί τῆς πτώσης,
αὐτή πού δοξολογικά ἐγείρεται ἀπό τή λήθη, πού «ξυπνᾶ καί τά θαύματα γίνονται».

Τήν «Πενταστέρινη» τῆς πεμπτουσίας, τήν «Ἀγκυροφόρο» τῆς πίστεως, τοῦ ἀσκητικοῦ ἡσυχασμοῦ τήν «Ἁγία»,
τῆς ἔκπτωτης κτίσης τήν «Ἀγρία». Τήν «Καιομένη» μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά τήν πάντοτε «ἄκοπη ἀπό τόν οὐρανό» καί «Χλωρή»
ὅπως ἡ φλεγόμενη καί μή καιόμενη βάτος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ἡ Θεοτόκος τῆς Καινῆς
πού δέχτηκε στά σπλάχνα της τό πύρ τῆς θεότητας καί δέν ἀλλοιώθηκε.

Ἡ Γένεσις συνάδει τή βιβλική εἰσαγωγή τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξης στόν λόγο τῆς Δημιουργίας.
Καθολικά ἡ κτίση, μέσα ἀπό τή θεολογία «τῶν λόγων τῶν ὄντων», τόν Θεό –Λόγο πού «πῆρε τή φωνή τῶν δέντρων τῶν κυμάτων»,
τίς «κρυφές συλλαβές ὅπου πάσχιζα τήν ταυτότητά μου ν᾽ ἀρθρώσω»,
τό θεϊκό «Ἀσήμαντο» πού θά μᾶς «σταθεῖ βοηθός» καί μετά τήν πτώση,
μαρτυρᾶ τή θεϊκή καταγωγή μας :
«Καί αὐτός ἀλήθεια πού ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν
Ὁ ἀκόμη χλωρός μές στή φωτιά Ὁ ἄκοπος ἀπό τόν οὐρανό»,
καί τό χρέος μας μέσα στόν κόσμο: «’Εντολή σου, εἶπε, αὐτός ὁ κόσμος
καί γραμμένος στά σπλάχνα σου εἶναι Διάβασε καί προσπάθησε καί πολέμησε».
Ἀπό τήν προμετωπίδα, κιόλας, τοῦ ἔργου δηλώνεται μιά ἐμπόλεμη σύρραξη κατά τῆς ὕπαρξης.
Σύρραξη πού δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ τίς δραματικές ἱστορικές συγκυρίες,
ἄν καί σέ αὐτές γίνεται πιό ξεκάθαρο τό χρέος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο.
Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου, μέ ἀφορμή τήν τραγικότητα τῆς ἱστορικῆς μας πορείας,
ἐστιάζει στόν «ἐκ νεότητος» ἀκήρυχτο πόλεμο πού ὑφίσταται ἡ ὕπαρξη
ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης καί ἔκπτωσης σέ κάθε ἀλλότρια φθορά καί θάνατο.
Τό χρέος, πού ἀνακύπτει ἐδῶ, εἶναι ἰσοδύναμο μέ τό βάρος βουνῶν στούς ὤμους μας.
Ἐπωμιζόμαστε τό καθολικό δράμα τοῦ ἔκπτωτου κόσμου. Πῶς;
«Στό ρολόι τοῦ κῆπου Δείκτης ἤμουν ἐγώ». Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη «ἡ πλησιφαής»
πού ἔχει χρεωθεῖ νά καταδείξει ποιό τό μέρος τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πραγμάτων
καί ἔχει κληθεῖ νά ὀνομάσει καί νά χαιρετήσει τό «Ἄξιον Ἐστί»τῆς Δημιουργίας.
«Ἰδοῦ ἐγώ λοιπόν... ὁ ἡλιοπότης καί ἀκριδοκτόνος» πού ἀποττάσεται τό ἔκπτωτο δέρμα
καί συντάσσεται τήν πρωταρχική ἀθωότητα. «Μοίρα τῶν ἀθώων , εἶσαι ἡ δική μου Μοίρα!».

Ἀλλά δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν τυχαῖο ἄνθρωπο. Ἔχει ἰθαγένεια. «Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική».
Εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ «Ὁμήρου» καί τοῦ « Χριστός Ἀνέστη μέ τά πρῶτα σπάρα τῶν Ἑλλήνων».
Κάθε πού ἐκτείθεται ὀ ἑλληνισμός στήν τραγικότητα τῆς ἱστορίας ἀποκρίνεται μέ τή μακαριότητα τῆς αἰωνιότητας.
Εἶναι ἡ ἀκοή τῶν «μυστικῶν»καί «παρθενοβίωτων» προσταγμάτων πού τόν θέτει
στοῦ «ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ» μέ διττή σημασία.
Διότι ἀπό τήν μιά δηλώνει τόν ἐθνικό ἀγώνα γιά ἐλευθερία, ἐνῶ παράλληλα ὑπομνηματίζει τήν ρομφαία τοῦ Θεοῦ
πού διαχωρίζει τό φθαρτό καί τό μάταιο ἀπό τό ἀθάνατο καί αἰώνιο.
Εἶναι ἡ ἐλευθερία διττή; Ἡ πραγματική ἐλευθερία πηγάζει ἀπό τήν ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ κατ᾽ ἀληθεία βίου.
Ἔχει νά κάνει περισσότερο μέ τήν «ἀνάσταση τοῦ γέννους» καί ὄχι μόνο μέ τήν ἀποδέσμευση ἀπό κατοχικές δυνάμεις.
Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ ποιητής «ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νά τήν ἀντέξεις»
καί νά μήν τήν εὐτελίζεις παραδίδοντας τό κάλλος τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στίς «μύγες».
Ὁ ποιητής μᾶς ἐκθέτει ἀπότομα στό πραγματικό μας ὕψος.
«Μόνος...προσωπίδες δέν ἅρμοσα τή χαρά καί τή θλίψη πίσω μου ἔριξα γενναιόδωρα πίσω μου ἔριξα τήν Ἰσχύ καί τή Γνώση».
Τί ἀπομένει ἄν ἀπεκδυθοῦμε χαρά καί θλίψη, Ἰσχύ καί Γνώση; Ἡ κλήση μας.
Πέρα ἀπό τά ψυχικά καί τά κυριαρχικά ἔνστικτα «καλπάζει» τό μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης
πού ἄν εἶναι νά πληγωθεῖ ἁρμόζει «μόνο μέ τό Ἄσπιλο τό νοῦ» της νά χτυπήσει.
Ἔτσι «κυβέρνησε» τή θλίψη, ἔτσι «ἀπέλπισε» τό θάνατο. «Πῆρα καί στεφανώθηκα τή ἅλω μόνος» ,λέει,
γιατί ἐνῶ εἶναι θνητός καί ἔκπτωτος, διαρκῶς καί διακαῶς ἐπιστρέφει
γιά νά μπορεῖ νά ἀνακράξει «ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΥΠΑΡΧΩ». Ἅλω τό μέτρο του.

«Ἀλλά κάτεχε ὅτι μονάχα κεῖνος πού παλεύει τό σκοτάδι μέσα του θά ᾽χει μεθαύριο μερτικό δικό του στόν ἥλιο...
τά πράγματα τῆς καρδιᾶς τρόπος δέν εἶναι νά χαθοῦν,...γι’ αὐτά οἱ ἐξορίες δουλεύουν».
Καρδιά δέν εἶναι ὁ τόπος τῶν ψυχικῶν σκαμπανεβασμάτων, ἀλλά ἡ παλαίστρα τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας,
ἡ χῶρα τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ. Καί εἶναι ἐκπληκτικό τό σκηνικό μές τό ὁποῖο ἐναποθέτει ὡς τίμιο σῶμα αὐτούς τούς λόγους.
«Ἡ ὥρα πού τούς ἀκούει»εἶναι τῆς ὀβίδας πού φτάνει καί σκάει δίπλα τους.
«Καί δέν ἐπείραξε ἡ φωτιά κανέναν», λέγει, ὑποτάσσοντας την στήν ἱερή φλόγα τῆς ὕπαρξης.
«Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε Ἄθω
Ἐσύ μόνη ἀπ’ τή φτέρνα τόν ἄνδρα γνωρίζεις».
«Πίνδο...Ἄθω...φτέρνα», λέξεις καμπάνες γιά τό διαχρονικό ἦθος τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ἡ «φτέρνα», μές τήν παλέστρα τοῦ βίου, εἶναι τό ἀχίλλειο τρωτό σημεῖο μας. Καί σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο δεικνύεται ἡ δύναμή μας,
δηλαδή ὁ τρόπος πού δέν ἐξουσιαζόμαστε ἀλλά ἐξουσιάζουμε τήν ἀδυναμία τῆς θνητότητας μας.
Ἀπό ἐδῶ «ὀξύνεται»ἡ ἁγιότητα, ἀπό ἐδῶ διαποτίζονται οἱ αἰώνες «πασχαλιά ἀναστάσιμη».
Οἱ φτέρνες τῶν «καταδιωκόντων»μας δέν δένουν μέ τό «παμπάλαιο χῶμα»τῆς ἱστορίας μας,
ἡ «πᾶσα Ὑποταγή καί Δύναμη»τους δέν δένει μέ τό «παμπάλαιο φῶς»τῆς πνευματικῆς μας παρακαταθήκης,
ἀλλά οὔτε τό δικό μας μέτρο δένει μέ τή «σκέψη»τους πού «οὔτε κάν ἕνα χνάρι Θεοῦ στήν ψυχή τους σημάδι δέν ἄφησε».
Γιά αὐτό ἄλλωστε ἡ δική τους δύναμη «μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά».
Ἐνῶ ἡ ψυχή μας «τετράφυλλο δάκρυ» ἐσταυρωμένο στῆς δικαιοσύνης τόν ἥλιο τόν νοητό.

Ὠστόσο «πένθος ἄχ παντοῦ καί τό φῶς ἀνελέητο» ἀπό πολιτικά συστήματα πού ὡς ἄλλος «Ἰούδας...Παντοδύναμος»
ἐπιδιώκουν νά κατέχουν τά πάντα καί δέν ἀφήνουν πόρο κανέναν «γιά νά περάσει ὁ ἥλιος τή φήμη του στό μέλλον».
Γιά τήν προδοσία αὐτή «ἐμεῖς ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως», ἐμεῖς χρεωνόμαστε τή δίοδο τοῦ φωτός καί τήν ἀποταγή τοῦ μαμμωνᾶ.
Ὁ Φίλιππος Σέρραρντ, καυτηριάζοντας τόν βιασμό τῆς φύσεως καί τόν ἀπανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου,
λέγει ὅτι χρειάζεται πλέον μιά ἀπόταξη τόσο δραστική ὅσο τῶν μοναστηριῶν καί τῶν κατακόμβων.
Δέν εἶναι τυχαῖο, λοιπόν, πού ὁ ποιητής κατά συνέπεια τῆς ἀσκητικῆς του εἶναι «ἀπόβλητος ἀπό τίς ἀγορές τοῦ αἰῶνος».
«Ὅπου καί νά σᾶς βρίσκει τό κακό , ἀδελφοί...μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό καί μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη»,
γιατί αὐτή ἡ «λιαλιά ..δέν ξέρει ἀπό ψέμα» καί μπορεῖ νά «ἀναπαύσει τό πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου»
καί νά ἐπιστρέψει, κατά τρόπο ἀνάλογο μέ τά νερά τοῦ Ἰορδάνη πού δέχτηκαν τόν ἄδολο Λόγο,
«στά δέντρα τό ξύλο» «τοῦ Σταυροῦ», μιά ἐπιστροφή στήν ἐδεμική ἁγιότητα ὅπου δέν ὑπάρχει ἡ ἀναγκαιότητα τῆς θυσίας.
Ὅσο γιά τό «δελφίνι»τό «ταχύ καί ἑλληνικό», πού ζητᾶ ποιητής,
στό ΙΧΘΥΣ (Ἰησοῦς ΧριστόςΘεοῦΥἱόςΣωτήρ) ἀναγνωρίζουμε ἕναν δυναμικό ἀνάλογο συμβολισμό,
παράλληλα μέ ἔργα πού διαχρονικά προκαλοῦν δέος καθώς συνοψίζουν σέ ἁπτές μορφές τήν ἑλληνικότητα
μέ ἀπειρία μορφῶν, θεολογικά, ὑμνογραφικά, φιλοσοφικά, ποιητικά, λογοτεχνικά, ἀρχιτεκτονικά, ζωγραφικά, ἐθιμοτυπικά κἄ.
Μά «τῶν ἀνθρώπων ἡ φρόνηση ἔκλεισε τά σύνορα», «στῶν ἐθνῶν τά κρυμμένα ἐργοστάσια μέ τό στάρι ἐτοιμάζουνε μέταλλα».
Ἔτσι ὡς ἀντιστάθμισμα «τῆς πατρίδας μου πάλι ὁμοιώθηκα...τῶν φονιάδων τό αἷμα μέ φῶς ξεπληρώνω»,
τήν τραγωδία ἀντιπαλεύοντας ὄχι κατ᾽ εἰκόνα δική τους
ἀλλά καθ᾽ ὁμοίωση τῆς προγονικῆς καί θεϊκῆς καταγωγῆς μου.
«Θεέ μου σύ μέ θέλησες ...Ἰδού πού ἐσύ μιλεῖς κι ἐγώ ἀληθεύω»
« ἤ θά ᾽ναι αὐτός ὁ κόσμος ἤ δέ θά ᾽ναι ὁ Τοκετός ἡ Θέωση τό Ἀεί πού μέ τά δίκαια τῆς ψυχῆς μου θά ᾽χω κηρύξει ὁ δικαιότερος».
Στό μαρμαρένιο τοῦ χάρου ἁλώνι «οὐκ ἠδυνήθησαν» νά πτοήσουν τό μερίδιο τῆς ἀθανασίας μου.



Πηγή: Ἀντιφωνικά Ἱστολόγια

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *