ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, Ο ΤΟΠΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ*

Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου -
La Grèce sur les ruines de Missolonghi, Ευγένιος Ντελακρουά, 1826
(ΠΗΓΗ)

ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας τὸ συγκροτοῦν τὰ γεγονότα. Στὴν ἱστορία «ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ πράξις». Ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα δράμα, τὸ ὁποῖο συντίθεται ἀπὸ ἐπαμειβόμενες πράξεις, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σὲ ἕνα θεατρικὸ δράμα. Μόνο ποὺ τὸ θεατρικὸ δράμα ἔχει ἀρχή, μέση καὶ τέλος. Ἡ ἱστορία δὲν ἔχει ἀρχή, οὔτε τέλος. Μέσα στὴν ἱστορία τελοῦμε πάντοτε στὴ μέση. Καὶ εἶναι φορὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ἀποκτᾶ τόση ἔνταση, ὥστε νὰ ὁδηγεῖται στὴν ἔκρηξη, καὶ τότε ἀποκαλύπτονται τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης στὸν κόσμο.

Βρισκόμαστε στὸν τόπο τὸν μοιράμενο, στὸ Μεσολόγγι, εἰς τὸν ὁποῖο κάποτε ἡ ἱστορία ἐπύκνωσε σὲ τυφλὸ σκότος, ὥσπου ἐξερράγη σὲ παμφαὲς μετέωρο, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε φωτίζει παραδειγματικὰ τὴν ὕπαρξή μας. Ἡ δίνη, ἡ ἱστορική, ποὺ ἐστροβίλισε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνης τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς ἀνύψωσε σὲ σύμβολα τοῦ αὐθεντικῶς ὑπάρχειν, συνέχει ἀκόμα τὰ φρένα μας. Διότι κατέστη τρόπος ἀποκαλύψεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαίως διδακτή, ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι δὲν τὴν ἐδιδάχθησαν, τὴν ἐδίδαξαν οἱ ἴδιοι στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς καὶ ἡ ἐλευθερία ἐν ἀρχῇ ἦν πράξις. Καὶ ἐδῶ τούτη ἐπράχθη κατὰ τὸν πλέον διαπρεπῆ καὶ ἀποκαλυπτικὸ τρόπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει ἐλεύθερος, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δείξει μὲ τὴν πράξη του. Ἂν εἶναι ἰδὲα ἡ ἐλευθερία πρέπει πρωτίστως νὰ ἐνσαρκωθεῖ. Καὶ ἡ πλέον διαυγὴς ἐκδοχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἐσαρκώθη ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ πτολίεθρο, ποὺ γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο κατέστη ἱερό. Καὶ εἶναι ἱεροσυλία νὰ ρητορεύουμε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ κατακάηκε ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν φλεγομένων ψυχῶν. Μόνον ἡ σιωπὴ καὶ ὁ σεβασμὸς προσήκει πρὸς τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ εἶναι ἡ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου καὶ ἡ ὑπερφυὴς κατάληξή της. Γι' αὐτὸ ὁ λόγος μας ἁπλῶς θέλει νὰ περισώσει τὰ σύμβολα τῆς ἱερᾶς σιγῆς. Ἦταν τόσος πολὺς καὶ τόσος συνεχὴς ὁ βροντισμὸς καὶ ὁ ἀλαλαγμὸς τοῦ πολέμου ἐδῶ, καὶ βρῆκε τέτοια κορύφωση μὲ τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Καψάλη καὶ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἐπισκόπου Ρωγῶν, ποὺ κάθε παράκαιρος λόγος ταράσσει τὴν αἰώνια γαλήνη τῶν ἡμίθεων.

Εἴπαμε «ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδέα». Καὶ ὅμως ἀρκτικῶς ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ἰδέα· πρωτευόντως εἶναι τρόπος ὑπάρξεως. Αὐτὸ μᾶς τὸ ἐδίδαξαν τέλεια οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπέλεξαν τὴν ἐλευθερία, ἴσως οἱ περισσότεροι νὰ μὴν ἐγνώριζαν τὴν ἐλευθερία ὡς ἔννοια· αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπέλεξαν τὸν θάνατο ἀντὶ τῆς σκλαβιᾶς. Διότι δύο ἦσαν οἱ ἱστορικὲς πραγματικότητες ποὺ ζοῦσαν, ἡ σκλαβιὰ καὶ ὁ θάνατος. Γι' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτος ὁ θάνατος ἦταν ἡ πρώτη πράξη τῆς ἐλευθερίας τους. Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς τὸ προτείχισμά τους ἦταν ἀδύναμο καὶ κακῶς σχεδιασμένο, τὸ ὁποῖο μάλιστα στὸ τέλος εἶχε ἀποσαθρωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄπειρους κανιοβολισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ. Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς αὐτοὶ ἦσαν ὀλιγάριθμοι καὶ πενιχρῶς ἐφοδιασμένοι μὲ πυρομαχικὰ καὶ ἰδίως τρόφιμα, ποὺ στὸ τέλος ἔλειψαν παντελῶς. Καὶ ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς ὁ ἐχθρὸς ἦταν πολυάριθμος καὶ μὲ ἀνεξάντλητες ἐφεδρεῖες, τότε βλέπει πὼς ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου ἦταν πράξη ἑνὸς ἀκμαίου ἤθους καὶ ὄχι ἁπλῆς ἀπελπισίας. Ἦσαν ὁρισμένοι ποὺ ἀπελπίστηκαν, ἀκόμη καὶ βαθμοφόροι στρατιωτικοί, καὶ προτίμησαν τὴν φυγή. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμειναν ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνουν. Θὰ λέγαμε πὼς μὲ χαρὰ εἶχαν ἀρραβωνιστεῖ τὸν χάρο, γι' αὐτὸ συχνὰ τὸ διασκέδαζαν. Ἀναγνωρίζουμε ὅλες τὶς ἱστορικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ ὅρισαν τοὺς πολιορκημένουν νὰ ἐμμείνουν. Ὅμως αὐτὲς οἱ ἀναγκαιότητες δὲν συνιστοῦν ἐπαρκῆ λόγο γι' αὐτὸ ποὺ συνέβη. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποχωρήσουν πολὺ νωρίτερα, ἢ θὰ μποροῦσαν νὰ συνθηκολογήσουν, ὅπως τοὺς προτάθηκε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβη κατὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου ὑπερβαίνει τὴν ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα. Δὲν ἦταν μιὰ δυναντότητα τῆς ἱστορίας, ἦταν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὡς τοιαύτης, ποὺ τὴν κατόρθωσαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου. Αὐτὴ ἡ ἐμπραγμάτωση τῆς ὁριακῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νὰ καταστήσει τὸν θάνατό του πράξη ἄπεφθης ἐλευθερίας πολὺ σπάνια συμβαίνει στὸν κόσμο. Καὶ ἡ σπανιότερη εἶναι αὐτὴ τοῦ Μεσολογγίου. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἱστορικὸ συμβάν, ἔστω καὶ ἐκπρεπές. Πρόκειται γιὰ κατ' ἐξοχὴν πνευματικὸ συμβάν, ἀπὸ τὸ πλέον παράδοξα. Γι' αὐτὸ πέρα ἀπὸ τὴν κατάπληξη καὶ τὸν θαυμασμὸ προκαλεῖ καὶ τὸν ἀναλυτικὸ στοχασμό. Ὁ Πλάτων εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι μελέτη θανάτου. Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐμελέτησαν πολὺ τὸν θάνατο. «Πές τους, λοιπόν, καὶ φιλόσοφους, ἂν θέλεις». Διότι ἂν ὁ φιλόσοφος μὲ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἀλήθεια, ὁ πολιορκημένος μὲ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἐλευθερία. Καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πρώτη ἀλήθεια της. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρουμε περὶ τίνος πράγματι πρόκειται, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία· ὑπάρχει ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἐλευθερία μᾶς μιλάει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἐνῶ ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος μᾶς μιλάει γιὰ τὸν πόνο του, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, γιὰ τοὺς κινδύνους του, γιὰ τὶς πληγές του προκειμένου νὰ καταστεῖ ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει ἐλεύθερος μὲ τὴν ἀπόφασή του. Ὁ πιὸ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ π ε θ α ί ν ε ι ἐλεύθερος, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Μεσολογγίου. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ στερήσει αὐτὴν τὴν ἐλευθερία εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.

Ὅλους τοὺς πολιορκημένους μποροῦμε νὰ τοὺς προσγράψουμε ὡς ἥρωες. Εἶναι δυνατὴ ὅμως τόση συρροὴ ἡρωϊκῶν ψυχῶν; Ἄλλωστε ἦσαν ἄνθρωποι τῆς καθημέριας βιοπάλης καὶ τοῦ σκληροῦ μόχθου τῆς ἐπιβιώσεως. Πῶς ἔτσι ὅλοι αὐτοὶ προσέλαβαν ὕψος ἡρωϊκό; Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Μεσολογγίου. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος καλεῖται γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἔτσι κάθε ἄνθρωπος καλεῖται καὶ γιὰ τὴν ἡρωϊκότητα. Καὶ ὁ ἔσχατος μπορεῖ νὰ γίνει πρῶτος, νὰ γίνει ἅγιος, νὰ γίνει ἥρωας. Τὸ ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ ἔδειξαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μάθημα προσγράφεται καὶ ὡς ἀνθρωπιστικὸ ἐπίτευγμα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονεῖται κανένας ἄνθρωπος, ὅτι καὶ ὁ πιὸ μικρὸς μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὶς ἀξιώσεις τῆς μεγαλοσύνης.

Ὅμως τοῦτο σημαίνει καὶ κάτι βαθύτερο. Πῶς κάθε ἄνθρωπος διαθέτει ἐντός του ἕνα ὑπεριστορικὸ ἀνώλεθρο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ὑπὲς τὴ φύση τιμαλφές, εἶναι τὸ ἀπόλυτο, εἶναι τὸ αἰώνιο, εἶναι τὸ ἄνευ ὅρων. Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ δὲν εἶχαν νὰ στηριχθοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ, στηρίχτηκαν σὲ αὐτὸ τὸ στέρεο εἰς τὸν αἰώνα θεμέλιο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ θεμέλιο διαχωρίζει μὲ χάσμα τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα. Ἐκεῖ θεμελιώνεται ἡ ὑπὲρ τὴν νύχτα παρουσία τοῦ ἀνθρώπου, αὐγατόμενη ἀπὸ ἕνα ἄλλο φῶς. Ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ὑπερβατικοῦ θεμελίου βεβαιώνεται στὴν πράξη καὶ ὄχι στὴν θεωρία, ἡ ὁποία θεωρία ἔπεται τῆς πράξεως. Αὐτὸ τὸ κατέδειξαν περιτράνως οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.

Δὲν θέλω νὰ ὑπερβάλλω, οὔτε μὲ τὸν λόγο, οὔτε μὲ τὶς ἔννοιες. Ὅμως δὲν ἐπιθυμῶ ἐπίσης νὰ μοῦ διαφύγει τὸ ὑπερφυὲς ἱστορικὸ καὶ ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ συμβάν, ποὺ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν πολιορκημένων τοῦ Μεσολογγίου. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μᾶς διαφεύγει ἡ ἔκτακτη σημαντικότητά του, ἡ ὁποία φωτίζει, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ὑπερβατικὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέσα ἀπὸ τὴν πράξη, μέσα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ὀρυμαγδό. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δὲν μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους μόνο γιὰ τοὺς μεσολογγίτες τῆς πολιορκίας, ἀλλὰ μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους γιὰ τὸν ἄνθρωπο καθεαυτόν. Ἔτσι, τὸ ἐπίτευγμα τῶν ἀνθρώπων τῆς πολιορκίας διαθέτει καθολικότητα καὶ ἀφορᾶ στὴν ἀνθρωπότητα καθόλου. Γι' αὐτὸ καὶ συνετάραξε ὁλόκληρη τὴν πληροφορημένη ἀνθρωπότητα. Οἱ πολιορκημένοι ἐπολέμησαν γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ τόπου τους, γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους των, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ συνέβη δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα καθοδηγήσεως ἢ ὀργανώσεως, ἀλλὰ προέκυψε αὐθορμήτως ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς αὐτῶν τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐταπείνωσαν τὴν σιδερόφρακτη βία.

Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ὑπεριστορικὰ φαινόμενα ὅσο αἰφνίδια καὶ νὰ προβαίνουν, προέρχονται ἀπὸ ἀναβρασμοὺς μιᾶς ἄλλης ὡριμάνσεως. Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ μακρὰ ὡρίμανση τῶν χιλιετιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Διότι τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος εἶναι τὸ ἀρχαιότερο τοῦ κόσμου, μαζὶ μὲ τὸ Κινεζικό, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς ὑφηλίου. Μιὰ τόσο μακρὰ πορεία μέσα στὸν χρόνο ἔχει τὸν βαθὺ λόγο της. Ὁ ὁποῖος λόγος ἔγκειται στὴν ἰδιο-φυΐα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἀλλιῶς τοῦτος θὰ εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ καιρό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί. Αὐτὴ ὅμως ἡ μακρὰ πορεία προσέδωσε μία εὐγένεια στὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ σύσταση τούτου τοῦ λαοῦ. Τὴν ὁποία φέρει ἀκόμη καὶ στοὺς καιροὺς τῆς ἱστορικῆς δοκιμασίας, ἰδίως τότε. Ἡ ἄλλη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὑπῆρξε ὀρθόδοξος πρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο μπορεῖ νὰ μὴ τὸ μαρτυρεῖ εὐθέως ἡ ἀρχαία φιλοσοφία του, ὅμως τὸ μαρτυρεῖ μὲ ἄσφαλτη σαφήνεια ἡ ἀρχαία τραγωδία. Ὁ λαὸς αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴ βασιλεία τοῦ πνεύματος καταμεσῆς τῆς κοιλάδας τῶν δακρύων. Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ πνεύματος ὡς ἐγκόσμια διατριβή του. Γι' αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ κάθε ἐνταφιασμό του ἀνασταίνεται. Συνεπῶς γι' αὐτὸν ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκεία ἢ μιὰ θεωρία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἔρριζος τρόπος νοήσεως, βιώσεως καὶ ἀφομοιώσεως τοῦ κόσμου. Αὐτὸν τὸν τρόπο ἀκολουθεῖ ὁ Ἕλληνας, ἀκόμη καὶ ὅταν καταστεῖ ἄθεος. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν διαμορφώνει τὸν Ἕλληνα. Ὁ Ἕλληνας διαμορφώνει τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἡ τρίτη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν μακρὰ δουλεία του στὸν ἀσιανὸ βάρβαρο. Ἐπὶ τέσσερις σκοτεινοὺς αἰῶνες ἐταράσσετο ἡ ψυχή του καὶ ἡ θλίψη του ἐξικνεῖτο ἕως θανάτου. Ἔζησε πενθηρὸς ἐπὶ σειρὰ γενεῶν μὲ μόνιμη παρηγοριὰ τοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ σήμαντρα τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὁ καθένας κατέστη μαρμαρωμένος βασιλιᾶς μὲ τὸ σπαθὶ τῆς ἐκδικήσεως στὸ χέρι. Ἔτσι ὥστε ὅταν ἐσήμανε ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως τὸ ἐσήκωσε ὡς ρομφαία ἀρχαγγέλου, μετρώντας μὲ βιὰ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.

Μὲ αὐτὲς τὶς μακρὲς ὡριμάνσεις προσῆλθε ὁ ἑλληνισμὸς στὸ περίφραγμα τοῦ Μεσολογγίου, στὸν λιγνὸ φράχτη, ὅπου ἐπάνω του ἔσυρε τὴ γραμμὴ τῆς μεγάλης ἀποφάσεως: νὰ πεθάνει ἐλεύθερος. Τοῦ ἔρωτος γιὰ τὴ ζωὴ προηγεῖται ὁ ἔρως τοῦ θανάτου. Μόνον ἔτσι κερδίζεται ἡ ζωή. Μόνον αὐτὸς ποὺ χάνει τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὔρει. Μόνον ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει πολὺν καρπὸ φέρει. Προσῆλθε, λοιπόν, στὸ Μεσολόγγι τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ. «Μέρα ποὺ ἄνθιζαν οἱ λόγγοι γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ». Οἱ πολιορκημένοι βρέθηκαν ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ ὅλους τὴν ἡμέρα τῆς σταυρώσεώς τους, ὅπως καὶ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. Ἀβοήθητοι, ἄοπλοι, καὶ πεινασμένοι. Καὶ ὅμως, ἐνῶ ἐπλησίαζε νὰ συμπληρωθεῖ ἔτος ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας, σὲ αἴτημα τῶν πολιορκητῶν νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ἀπάντησαν ὡς ἐξῆς:

«Βλέπομεν εἰς τὸ γράμμα σας νὰ ζητεῖται ἄρματα ― καὶ ἀποροῦμεν πῶς ἐτολμήσατε νὰ ζητήσετε ὀκτὼ χιλιάδες ἄρματα, τὰ ὁποία ἀχνίζουν ἀπὸ τὸ αἷμα σας, καὶ νὰ σᾶς τὰ δώσωμεν μὲ τὰ χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ὅτι ἐκεῖνο ὅπου θέλετε ἐσεῖς, δὲν γίνεται, οὔτε ὅμως καὶ ἐκεῖνο ὅπου θέλομεν ἡμεῖς ― καὶ θὰ γίνει ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς ἀποφάσισεν».

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ σκλαβωθοῦν, τότε ὁ Θεὸς παραμερίζει. Καὶ ἔτσι φτάνουμε στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου τῆς 10ης πρὸς 11η Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ δαίμονος. Πράγματι, στεκόμαστε ἄφωνοι μπροστὰ στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου, τὴν πλέον δαιμόνια νύχτα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ποὺ τὸ πυκνό της σκότος ἐξερράγη σὲ φῶς. Ἦταν τὸ φῶς τοῦ παραναλώματος τῶν πολιορκημένων, τὸ ὁποῖο σὲ λίγο ἀμαυρώθη ἀπὸ τὴν αἰθάλη. Ἦταν ὅμως καὶ τὸ φῶς τῆς ψυχῆς τῶν πανέμνοστων ἐραστῶν τῆς ἐλευθερίας, ποὺ θὰ φωτίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τοῦ κόσμο ἐσαεί. Διότι μόνον τότε καὶ ἐκεῖ, δηλαδὴ ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι, ἀποκαλύφθηκε τὸ τρομερὸ πρόσωπο τῆς ἐλευθερίας. Πὼς ἐλευθερία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνεις ἀνεμπόδιστος τὴ ζωή, ἀνεύθυνα, ἀστόχαστα καὶ ἀνέμελα. Ἀλλὰ ἐλευθερία εἶναι νὰ ὑπερβαίνεις τὸν θάνατο, μὲ ἔσχατη εὐθύνη, μὲ ἀκραία συνείδηση τῆς πράξεώς σου καὶ μὲ μιὰ ἀπόφαση ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ διαθέτει ὁ Θεός. Οἱ πολιορκημένοι εἶπαν στοὺς πολιορκητές τους πὼς θα γίνει ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς ἀποφάσισε. Ὁ Θεὸς τὸ ἀποφάσισε, ἀλλὰ ἀνέθεσε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς Του στὸν ἄνθρωπο: μὲ τὴν πράξη του νὰ ἀποδείξει πὼς καλῶς ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο. Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πλέον σκληρὲς ποὺ ἔλαχε τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἦσαν πανευτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Ἀντίθετα, ἦσαν οἱ πλέον δυστυχεῖς τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ἦσαν καὶ οἱ πλέον ἐλεύθεροι τῶν ἀνθρώπων. Ἐξαγόρασαν τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ πλέον βαρὺ τίμημα. Καὶ τότε ἀπεκαλύφθη πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πλέον βαρύτιμη συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ὕπαρξη εἶναι ἀνολοκλήρωτη. Ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας εἶναι «κραταιὰ ὡς θάνατος».

Εἶναι μυστήριο μέγα πῶς μπορεῖ ἡ φρίκη νὰ καθηλώσει τὸν χρόνο ἐπάνω ἀπὸ μιὰ νύχτα, ὡσὰν τὴ νύχτα τῆς ἐξόδου. Καὶ ἰδοὺ προσερχόμαστε ἐκεῖ γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Χρῆστος Καψάλης, οἱ γενναίοι τῆς φρουρᾶς, οἱ ἀποφασιμένες μορφὲς τῶν Μεσολογγιτῶν. Αὐτοὶ ἐπέρασαν στὴν ἀθανασία, καὶ γιὰ τοῦτο εἶναι ἐσαεὶ παρόντες. Ἐκείνη ἡ νύχτα ἔφυγε, ὅμως ἔμεινε στὴ μνήμη. Καὶ ἔμεινε ὁ τόπος της, τοῦτος ποὺ πατοῦμε τώρα, ὁ ἱερός.

Προσερχόμαστε ἑόρτιοι σὲ αὐτὸν τὸν τόπο τῆς ἀποκαλύψεως. Ἂν αὐτοὶ ἐθυσιάστηκαν γιὰ νὰ μὴν ἀποστοῦν τοῦ χρέους των, χρέος ἀπαράβατο δικό μας εἶναι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν δεινὴ σημασία τῆς νύχτας τῆς ἐξόδου:

«Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
Ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;»

Ὅλο τὸ σκότος τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς ἐχύθη νὰ πνίξει τοῦτον τὸν μικρὸ τόπο καὶ νὰ ἀφανίσει τοὺς λίγους ξεπνοημένους πολιορκημένους ποὺ ἀποφάσισαν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πλέον φρικτὴ νύχτα τῆς ἱστορίας καὶ ἡ πλέον ἔνδοξη, ἡ πλέον θανατερὴ νύχτα τοῦ κόσμου καὶ ἡ πλέον ἀθάνατη. Ἡ πλέον ταπεινὴ νύχτα γιὰ τοὺς πολιορκητὲς καὶ ἡ πλέον ἡρωϊκὴ γιὰ τοὺς πολιορκημένους. Τὰ βάγια ποὺ στρώθηκαν γιὰ νὰ περάσει «τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ», διοτὶ ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων, ἐχρησίμευσαν νὰ στεφανώσουν τὶς μαρτυρικὲς μορφὲς τῆς ἐξόδου, τὶς ἔνδοξες. Δύο συνοδεῖες ποὺ ὅδεύαν πρὸς τὴν ἀνάσταση. Πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ «τέκνου τοῦ Θεοῦ». Καὶ πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων. Ἀφοῦ ὅμως καὶ οἱ δύο ἐπάτησαν τὸν θάνατο μὲ τὸ θάνατό τους.

Ἡ ἡμέρα τῶν βαΐων τῆς 11ης Ἀπριλίου τοῦ 1826 ὑπήρξε ἡ πλέον φρικτὴ ἡμέρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὀρρωδεῖ ὁ λόγος νὰ περιγράψει τὴν ἱστορικὴ καταστροφὴ τοῦ ὁλίγου αὐτοῦ τόπου ποὺ ἐβυθίσθη μέσα στὸν ἀσιατικὸ βαρβαρισμό. Ἐρεβικὸ τόπίο θανάτου, αἵματος καὶ θυσίας· ὀλολυγμοῦ, σπαραγμοῦ καὶ ἀπογνώσεως. Ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὸ τελευταῖο ὅριο τοῦ τρόμου. Εἶναι τὸ παράλογο τοῦ πολέμου καὶ τὸ ὑπέρλογο τῆς ἐλευθερίας. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῶν βαΐων ὑπῆρξε ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν ὁποία τοῦτος σταυρώνεται ἐπειδὴ ἐπέμεινε μέχρις ἐσχάτου γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴν ἐλευθερία του. Σαλεύουν τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως καὶ φέρουν στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἱερὴ ὕλη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος. Πρόκειται γιὰ μία ἱεροφάνεια, γιὰ μιὰ φανέρωση τοῦ θείου, μέσα ἀπὸ τὸν συντριμμό. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ τόπος τοῦτος κατέστη ἱερός. Ἱερὸς καὶ ἀπρόσιτος ἐσαεί, ἁφοῦ ὁ λόγος προτιμᾶ τὴ σιωπὴ γιὰ νὰ μὴ τὸν βεβηλώσει. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἔπος, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τραγωδία, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει μουσική. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ μείνει ἀμόλυντος, ἀναφὴς καὶ ἀπαραμύθητος. Διότι καμιὰ παραμυθία τῆς τέχνης δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ ὑπέρλογο ἱστορικὸ συμβάν, ποὺ εἶναι καὶ ψυχικὸ καὶ πνευματικό. Κατ' ἐξοχὴν πνευματικό. Καὶ τὸ κατ' ἐξοχὴν πνευματικὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ἱερό. Εἶναι ἡ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ δύναμη, καὶ νόημα καὶ αἰσιοδοξία ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἰσερχόμενοι στὴν πόλη πληροφορούμαστε πὼς κάθε ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι πολίτης τοῦ Μεσολογγίου. Καὶ νιώθουμε ὑπερήφανοι εἰσερχόμενη σὲ τούτη τὴν πόλη, ποὺ ὑπερασπίστηκε μέχρι τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός της τὴν πανανθρώπινη ἐλευθερία, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε ἀνθρώπου τούτης τῆς γῆς. Τὸ μεγάλο κακὸ ἐκμαιεύει τὸ μεγάλο καλό. Ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Κιουταχὴς καὶ ὁ Ἰμπραὴν δὲν ἐγνώριζαν πὼς ἐχάριζαν στὴν ἀνθρωπότητα τὴν πλέον ἔνδοξη ἡμέρα της, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων τοῦ 1826. Ἂν τὸ ἐγνώριζαν θὰ προτιμοῦσαν τὴ φυγή. Προτίμησαν τὸ αἰώνιο ὄνειδος γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ἀβασίλευτη ἀθανασία γιὰ τοὺς ἀντιπάλους των. Πόσο σκολιὰ εἶναι ἡ ἀτραπὸς τῆς ὑπάρξεως. Οἱ ἧττες γίνονται νίκες, καὶ νίκες ἧττες. Ἡ αὐγὴ εἶναι κόρη τῆς νύχτας. Τὸ εἶχε ἤδη εἰπεῖ ὁ Ὅμηρος αὐτό. Καὶ τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος στὴ ζωή του.

Ἴσως ἀνύψωσα λίγο τοὺς τόνους τοῦ λόγου μου, ἐνῶ δὲν τὸ ἐπιθυμοῦσα. Οὔτε ἡ ἐποχή μας ἀνέχεται ρητορεῖες, ἀλλὰ προπαντὸς δὲν ἐπιδέχεται ἀνθηρὸ λόγο τὸ πενθηρὸ συμβὰν ποὺ τιμοῦμε σήμερα. Μόνο μὲ τὴν εὔγλωττη σιωπὴ καὶ τὸν βουβὸ θαυμασμὸ καὶ τὸ ἀπαράγραπτο δέος ποὺ προκαλεῖ, μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὴν ἀπρόσιτη κορυφή του. Καλούμαστε νὰ ἐκμετρήσουμε τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἡμέρας, μιᾶς ἀπὸ τὶς φωτεινότερες ἡμέρες τοῦ κόσμου. Πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ μεγαλεῖο τῆς νύχτας τῆς ἐξόδου καὶ τῆς ἡμέρας ποὺ ἀκολούθησε, τώρα ποὺ ζοῦμε σὲ μικρόψυχους καιρούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ λησμονήσει ὅ,τι τὸν ὑπερβαίνει. Ἂς μαθητεύσουμε δίπλα στὶς ἅγιες μορφὲς ἐκείνης τῆς νύχτας, ποὺ μὲ τὴν θυσία τους εἶπαν τὸ μεγάλο ΟΧΙ στὴ σκλαβιὰ καὶ τὸ μεγάλο ΝΑΙ στὸ θάνατο, ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὴν ἐλευθερία. Εἶναι δύσκολο νὰ πραγματοποιήσεις τὴν ἐλευθερία σου μέσα στὶς συνθῆκες τοῦ κόσμου. Τότε τὴν πραγματοποιεῖς διὰ τοῦ θανάτου. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου εἶναι ὅρος τῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι ὅμως ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ ἄβυσσος, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ μεγάλη του νοσταλγία, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν κόσμο. Καὶ τὸν κόσμο τὸν ὑπερβαίνουμε μόνο διὰ τοῦ θανάτου. Ἐλευθερία καὶ θάνατος δὲν εἶναι ἰσότητα, εἶναι ταυτότητα. Γι' αὐτὸ ἡ αὐθεντικότερη βίωση δὲν εἶναι «ἐλευθερία ἢ θάνατος», ἀλλὰ εἶναι «ἐλευθερία καὶ θάνατος». Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων ἐπήγαινε γιὰ τὸν ἐθελούσιο θάνατο, προκειμένου νὰ βεβαιώσει τὴν ἐλευθερία τοῦ θείου. Ἰδοὺ μία ὁμοιότης θείου καὶ ἀνθρώπινου. Ὁ πόνος τῆς ἐλευθερίας εἶναι θάνατος.

Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὂν ἀναυθεντικὸ ἀπὸ τὴν ὑπαρκική του συνθήκη, ζεῖ παράμερα ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του· ὥσπου νὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ ἱστορικὴ ὥρα ποὺ σηκώνει τὶς καταιγίδες. Τότε τούτη ἡ ὥρα τὸν σύρει μὲ τὴν ἀκαταδάμαστη δίνη της πρὸς τὸ δεινὸ κέντρο τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς. Ἔτσι ἔσυρε καὶ τοὺς πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Καὶ ἀξίωσε ἀπὸ αὐτοὺς κάτι ποὺ σπάνια συμβαίνει τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ζήσουν αὐθεντικῶς τὴν ὕπαρξή τους. Ποὺ σημαίνει νὰ ζήσουν μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἐλευθερία, στὴν ἀβυσσαλέα τους ἐκδοχή. Μόνον τότε ἀναγνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα του καὶ ὁμοίωσή του. Ποτὲ ἄλλοτε. Στὴ μεγάλη αὐτὴ ἀξίωση οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐστάθησαν ἄξιοι. Στὴν κρίσιμη στιγμὴ ἐκπροσώπησαν ἐπαξίως τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἡρωϊσμός. Εἶναι ἁγιότης. Ἡ ἄλως τῆς ἁγιότητος ἐφωσφόριζε μέσα στὸ ἔρεβος τῆς τελευταίας τους νύχτας. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξημέρωνε τῶν Βαΐων, 11 Ἀπριλίου 1826. Ὁρόσημο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁρόσημο τοῦ ἀνθρώπο.

***

Χαρωπὴ ἡμέρα τῆς φύσεως, ἄνοιξη καιρό. Λουλούδια, χρώματα, ἀρώματα, πεταρίσματα πουλιῶν. Ἡ φύση ἄνοιξε τὸ δρόμο της μέσα ἀπὸ τὸν χειμώνα, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ σταματήσει κανείς, οὔτε τὸ κανιοβολητό, οὔτε τὰ μαῦρα στίφη τῶν ἀσιανῶν. Ἀδιαφοροῦσε μεγαλοπρεπῶς γιὰ ὅλα αὐτά, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔνιωθε ἦταν ἡ εὐδαιμονία τῆς δημιουργίας.

Ἡμέρα τῶν Βαΐων, ὁ Χριστὸς πῆρε τὸν δρόνο πρὸς τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ σταματήσει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἡμέρα τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου σκοτεινὴ καὶ περίφοβη, πῆρε καὶ αὐτὴ τὸν δρόμο της, ὅμως μὲ ὅλους τοὺς κινδύνους ἐνδεχόμενους καὶ μὲ τὴν τραγικὴ καὶ ὀλετήρια ἔκβαση ἐπικείμενη. Ἔλαχε τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνοίγει τὸ δρόμο του μόνος του, ἀνάμεσα ἀπὸ φρικτοὺς ἐχθροὺς ποὺ διεκδικοῦν τὴν ὕπαρξή του. Ἡ μοίρα ἐπιφύλαξε στοὺς πολιορκημένους τοῦ Μεσολογγίου νὰ ἀνοίξουν τὸ δρόμο τους μέσα ἀπὸ τοὺς πλέον ἄγριους ἐχθροὺς κατὰ τὴν πλέον σκοτεινὴ ὥρα τῆς ἱστορίας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔκπαγλη πράξη τους ἐδόξασαν τὸ ἀνθρώπινο γένος. Γι' αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σήμερα τοὺς τιμοῦμε καὶ τοὺς δοξάζουμε.

Φιλοθέη, 5 Ἀπριλίου 1995


*Λόγος Πανηγυρικός, στὸ Μεσολόγγι, 11 Ἀπριλίου 1995, ἑορτὴ τῆς Ἐξόδου.



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 1651, 1996

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *