Ο κατευνασμός του Τσίπρα, η ισχύς του Ερντογάν

Παναγιώτης Ήφαιστος

Ο πρωθυπουργός και νυν υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας δήλωσε πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Η ανακοίνωση της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης έγινε με ‘άτσαλο τρόπο’ στην τελετή παράδοσης-παραλαβής του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς θα έπρεπε να ενημερωθούν πρώτα τα κόμματα». Πρόκειται για ομολογία η οποία προκαλεί μεγάλες ανησυχίες για το πώς πολιτικό προσωπικό της χώρας μας κατανοεί –και μάλιστα σε όλο το παραταξιακό φάσμα– τον τρόπο που στελεχώνεται, οργανώνεται, συντονίζεται και λειτουργεί ένα βιώσιμο κράτος, οι θεσμοί του και οι φορείς πολιτικής ευθύνης.

Ενώ επανέλαβε την κουραστική πλέον θέση δεκαετιών πως διατηρούμε το δικαίωμά μας για επέκταση της Αιγιαλίτιδος ζώνης, εκτιμάται πως αυτά που είπε στην συνέχεια, εντάσσονται σε μια ξεκάθαρη λογική κατευνασμού και όχι αποτροπής των αναθεωρητικών απειλών στην περιφέρειά μας.

Κατά πρώτον, μετά από μια μακρά περίοδο συντεταγμένων δηλώσεων ηγετικών παραγόντων της Άγκυρας για την στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ο πρωθυπουργός, όπως και όλοι οι προκάτοχοί του των τελευταίων δεκαετιών, ολοφάνερα μίλησε κατευναστικά: Δεν άδραξε την ευκαιρία για να δώσει αξιόπιστα αποτρεπτικά μηνύματα. Όμως, ένας πολιτικά αρμόδιος ακόμη και στην περίπτωση μεγάλων κρατών, όταν τοποθετείται δημόσια απαιτείται να τυγχάνει συμβουλής εάν όχι καθοδήγησης στα πεδία όχι μόνο της νομικής επιστήμης αλλά και αυτά της στρατηγικής.

Να λαμβάνει συμβουλές και καθοδήγηση για τους όρους και τις έννοιες που χρησιμοποιεί, για τις θέσεις αρχής ως προς τις οποίες είναι ακλόνητος, για τις κόκκινες γραμμές πέραν των οποίων κάθε εχθρική ενέργεια αν χρειαστεί αποκρούεται δυναμικά και για άλλες αποτρεπτικές παραστάσεις που στο πλαίσιο μιας εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής η πολιτική και στρατηγική ηγεσία του απειλούμενου κράτους φροντίζει να μεταδίδει αξιόπιστα και πειστικά. «Ακόμη και οι μορφασμοί του προσώπου και οι παραστάσεις που δημιουργεί όταν ένας ηγέτης μιλά για ζητήματα εθνικής στρατηγικής μετρούν αρνητικά ή θετικά για την αξιοπιστία», αναφέρεται συχνά στα καλά κείμενα στρατηγικής ανάλυσης.

Είναι γνωστό, επιπλέον, ότι σε καλά οργανωμένα κράτη για τέτοιες αξιόπιστες παραστάσεις επιστρατεύονται και ειδικοί επικοινωνιολόγοι οι οποίοι εκπαιδεύουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Μια τέτοια συμβουλή και καθοδήγηση της πολιτικής ηγεσίας, όμως, απαιτεί επιτελικούς κρατικούς θεσμούς σχεδιασμού και χάραξης στρατηγικής, εργαλεία για τα οποία εύλογα διερωτάται κανείς κατά πόσο διαθέτει ή δεν διαθέτει η Ελλάδα.

Εάν διέθετε, απαλλαγμένα κάθε ίχνος νομικισμού, επιτελικά στελέχη χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής, θα απαιτείτο αυτά πρωτίστως να συνεκτιμούν δεόντως τη διπλωματία και τη στρατηγική των ηγεμονικών δυνάμεων πλανητικά και ηγεμονικά. Ο καθείς γνωρίζει ότι οι ηγεμονικές δυνάμεις είναι οι κύριοι διαμορφωτικοί δρώντες πλην μαζί τους συναλλάσσεσαι. Δεν συνομιλείς γονυπετής και κυρίως δεν αποδέχεσαι το κράτος σου να γίνεται αναλώσιμο και εφήμερο πιόνι των στρατηγικών παιγνίων, όπως στην περίπτωση της ΠΓΔΜ.

Δεν ειδικοί όλοι

Απαιτείται επίσης, να έχουν πλήρη εποπτεία των περιφερειακών εξελίξεων, των εσωτερικών διεργασιών και των κυρίαρχων και αντίρροπων τάσεων κάθε εχθρικού ή μη εχθρικού κράτους, να έχουν καθαρή θέαση για το πώς κινείται η δίνη των καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων τον 21ο αιώνα και βεβαίως να έχουν πλήρη εικόνα για την Τουρκία και όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές πτυχές της πολιτικής της.

Κάτι ακόμη πολύ σημαντικό, είναι οι συχνές εδώ στην Ελλάδα αόριστες, γενικόλογες ή και λανθασμένες αναφορές (όπως σε αναφορά με το «Μακεδονικό» για τη Συμφωνία του Βουκουρεστίου), στο διεθνές δίκαιο. Συχνά, μάλιστα, για να προσδώσουν κίβδηλη αξιοπιστία στις δηλώσεις, επικαλούνται «ειδικούς» στους οποίους τα πολιτικά πρόσωπα συχνά λένε ότι συμβουλεύονται και τους οποίους επικαλούνται ως είδος νομιμοποίησης ολοφάνερα κατευναστικών θέσεων και αποφάσεων.

Συναφώς, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη ότι οι πολιτικές επιστήμες έχουν από καιρό διαιρεθεί. Δεν είναι ειδικοί όλοι για όλα οι φορείς επιστημονικών τίτλων. Άριστοι και άξιοι νομικοί διεθνολόγοι θεωρούνται διεθνώς εκείνοι α) που κατανοούν τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος με οτιδήποτε αυτό σημαίνει και β) στέκονται αυστηρά στις διατάξεις και πρόνοιες αφήνοντας τις πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις σε άλλους.

Το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, βέβαια, καταμαρτυρείται σε πολλές περιπτώσεις, μεταξύ άλλων και στις λίστες εκατοντάδων υπογραφών φορέων τίτλων υπέρ του ανελεύθερου, αντιδημοκρατικού και κατά βάση παράνομου σχεδίου Αναν την περίοδο 2001-2004, αλλά και στις στάσεις πολλών όσον αφορά τις καταστροφικές «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» που ούτε λίγο ούτε πολύ κάποιοι έβλεπαν ως κάποιου είδους υπερεθνικού/διεθνιστικού διεθνούς δικαίου.

Η απαλλαγμένη κάθε νομικισμού γνωμάτευση για τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, των Συνθηκών και των Συμβάσεων, αναμφίβολα, είναι και αυτή εξαιρετικά αναγκαία. Όμως, επειδή η ενδοκρατική νομική τάξη και διακρατική νομική τάξη είναι 100% διαφορετικές, απαιτείται κανείς να συνεκτιμά πλήρως τις πολιτικές και στρατηγικές όψεις του διεθνούς συστήματος. Ιδιαίτερα για ένα μη αναθεωρητικό κράτος που κανένα δεν απειλεί και που εξ αντικειμένου ποτέ δεν παραβιάζει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, το μείζον στην εισροή αποφάσεων των κρατικών επιτελείων είναι τα ισχύοντα στο πλανητικό και περιφερειακό στρατηγικό περιβάλλον.

Μεταξύ άλλων, γεωπολιτικά κριτήρια και παράγοντες, οι στρατηγικές των κρατών και τα αίτια τόσο των περιφερειακών διενέξεων όσο και των ανελέητων ανταγωνισμών των ηγεμονικών δυνάμεων. Ενώ υπάρχουν φορείς γνώσης αυτών των πεδίων τους οποίους πρωτίστως πρέπει να συμβουλεύεται μια πολιτική ηγεσία καλό θα ήταν πρώτον, το πολιτικό προσωπικό να μεριμνά για να αποκτήσει το ίδιο επαρκείς γνώσεις και δεύτερον, τα επιτελικά κρατικά επιτελεία να είναι καλύτερα και υπέρτερα κάθε εξωτερικού «ειδικού» ή φορέα κάποιου επιστημονικού τίτλου, ιδιαίτερα όσων φορέων τίτλων έχουν βεβαρημένο μητρώο αβάστακτου νομικισμού.

Ακόμη και νήπια

Αυτό που χρειάζεται ένα κράτος δεν είναι ιδιώτες συμβούλους ή δεξαμενές σκέψης ιδιωτών αλλά κρατικά επιτελεία. Σε τελευταία ανάλυση, την ευθύνη την φέρουν οι πολιτικοί φορείς εξουσίας και όχι οι φορείς νομικισμού και ιδεολογημάτων ή απίστευτα ρηχών θεωρημάτων «εάν και όταν» κυκλοφορούν στους διαδρόμους της εξουσίας ή συμμετέχουν σε περισπούδαστες «ad hoc» επιτροπές, διόλου σπάνια προσωπικών, ιδεολογικών και κομματικών φίλων.

Πολλά ερωτήματα ανακύπτουν για το τι ισχύει στην Ελλάδα, πάντως, όταν για παράδειγμα βλέπουμε την πολιτική ηγεσία να μιλά για την Αιγιαλίτιδα ζώνη και επικαλείται νομικούς ως και να είναι αυθεντίες σε όλο το φάσμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Για το μείζον αυτό ζήτημα ακόμη και νήπια απαιτείται να γνωρίζουν το αλφαβητάριο της διεθνούς πολιτικής που περιγράφει και ερμηνεύει την «διεθνή τάξη», πλην ο νομικισμός το παραβλέπει. «Διεθνή τάξη», γράφουμε, η οποία αφορά τις κυριαρχικές οριοθετήσεις μετά τον τελευταίο πόλεμο και όχι κάποια «δικαιοσύνη» για το που πρέπει να είναι.

Ζητήματα όπως της Αιγιαλίτιδας ζώνης ή του Κυπριακού, για παράδειγμα, είναι πρωτίστως πολιτικά και στρατηγικά ζητήματα, και, ενώ το αμυνόμενο και απειλούμενο κράτος προτάσσει αδιαπραγμάτευτα τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, μεριμνά ταυτόχρονα, να διασφαλίζει την εφαρμογή του με επαρκή οικεία και συμμαχική ισχύ. Για να το πούμε διαφορετικά απαιτείται αποτρεπτική στρατηγική ενώ ο κατευνασμός είναι καταστροφικός και στο τέλος θανατηφόρος.

Επί δεκαετίες και εντονότερα σήμερα ο νομικισμός και κάθε είδους ρηχά θεωρήματα και ιδεολογήματα υπερισχύουν, κάτι που σημαίνει πως αντί αποτροπής, ολοφάνερα και καθημερινά καταμαρτυρούμενα η Ελλάδα επιλέγει τον κατευνασμό των απειλών. Αυτό σημαίνει ότι όπως πάντα συνέβαινε ιστορικά με όσα κράτη οι ηγέτες των οποίων κατεύναζαν, η χώρα οδηγείται σε ήττα χωρίς μάχη σε όλα τα μέτωπα και σχεδόν αναπόδραστα καταληκτικά σε πολεμική σύρραξη.

Οι κατευναστικές θέσεις απέναντι σε όλους και σε όλα, λοιπόν, οι οποίες κυριαρχούσαν το τελευταίο ένα τέταρτο του αιώνα φαίνεται ότι όχι μόνο συνεχίζονται αλλά και δυναμώνουν. Οι αστήρικτες δικαιολογίες για την ολοφάνερα πλέον αβάστακτα ζημιογόνα Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και οι αναφορές στην Τουρκία με την οποία διαρκώς συνομιλούμε –πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και η ανακοινωθείσα «συνάντηση» στην Κωνσταντινούπολη– ενώ καθημερινά οι ηγέτες της απειλούν την Ελλάδα, καταμαρτυρούν ότι οι απλουστευτικές και γραμμικές αντιλήψεις για τον κόσμο υπερισχύουν και ότι τα πολλά παθήματα δεν μας έγιναν μαθήματα.

Οι άνθρωποι ρομπότ

Περπατάμε μέσα στο ναρκοπέδιο της διεθνούς πολιτικής και οι περισσότεροι ιθύνοντες νομίζουν ότι είναι ανθόσπαρτη παιδική χαρά. Εδραιωμένα ιδεολογήματα για το πώς εξελίσσεται ο κόσμος κυριαρχούν και σέρνουν την Ελλάδα από την μια παγίδα στην άλλη. Έτσι για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την Αλβανία ή και την Τουρκία, για παράδειγμα, οι θέσεις που διατυπώνονται δημόσια από πολλούς φορείς πολιτικών ρόλων, δείχνουν ότι δεν υπάρχει γνώση και κατανόηση για τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος.

Δεν υπάρχει επίσης γνώση για το γεγονός ότι η πολιτική ηθική στην διεθνή πολιτική είναι μηδενική, για το γεγονός ότι τα αίτια πολέμου είναι εγγενή χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής, για το πώς ένα κράτος γίνεται ισχυρό με οικείους συντελεστές και συμμαχικές συγκλίσεις, για το πώς σχεδιάζονται και εκτελούνται τα στρατηγικά παίγνια των ηγεμονικών δυνάμεων και για τον μηδενικό ρόλο των χαμόγελων, των αισθητικών σχέσεων και της προσωπικής φιλίας με τον ένα ή άλλο ξένο ηγέτη.

Έτσι, αιτιολογώντας την μια ή άλλη στάση ή απόφαση, πολλοί ιθύνοντες μιλούν ως και εάν οι άνθρωποι είναι ρομπότ που η μια ή η άλλη συμφωνία θα τους συμμορφώσει σύμφωνα με τις δικές μας ψευδαισθήσεις και ευσεβείς πόθους. Έτσι έμαθαν να κατανοούν το ιστορικό γίγνεσθαι εξ και μιλούν ως αυθεντίες χαρακτηρίζοντας τους εντολείς πολίτες «ετερόκλητο όχλο» ή «ακραίους» επειδή αντιτίθενται στους αβάστακτα λανθασμένους χειρισμούς τους.

Τα ανέκδοτα των συναλλαγών

Για παράδειγμα, από την μια νομιμοποιούνται ποικιλότροπα τα ιστορικά ανέκδοτα μερικών γειτονικών θνησιγενών κρατιδίων και από την άλλη μονότονα και κουραστικά επαναλαμβάνεται η πεποίθηση πως όλα στα Βαλκάνια θα ομαλοποιηθούν με οικονομικές ή άλλες συναλλαγές, αισθητικές σχέσεις, φιλίες και χαριεντισμούς των ιθυνόντων με ξένους ηγέτες. Για πολλούς, οι Πρέσπες και οι ερασιτεχνισμοί με τη Αλβανία φέρνουν ανθόσπαρτα Βαλκάνια. Όποιος δε διαφωνήσει με αυτά τα φαντασιόπληκτα ιδεολογήματα είναι ακραίος ή δολοφονείται επιτήδεια ο επιστημονικός του χαρακτήρας.

Παρομοίως, ακούμε ότι η Άγκυρα θα δεχθεί τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε και όχι όπως αυτοί καθημερινά δηλώνουν ότι το αντιλαμβάνονται συνοδεύοντας τις δηλώσεις τους με ανάπτυξη της ισχύος τους, επιθετικές ενέργειες, αναθεωρητικές αξιώσεις και στρατηγικό σχεδιασμό συν απόκτηση μέσων που καθιστούν μια πανίσχυρη Τουρκία ναυτική δύναμη.

Και όλα αυτά παρατηρούνται στην πλευρά της Ελλάδας όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός κάνει θηριώδεις απειλητικές και υβριστικές δηλώσεις, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας δείχνει χάρτες που περικυκλώνουν την Κύπρο και σημαντικές περιοχές της Ελλάδας και Τούρκοι παράγοντες επαναλαμβάνουν το παράνομο casus belli. «Νομική σιγή ιχθύος» για αυτή την χονδροειδή παρανομία και τις απειλές που απαιτούν αποτρεπτική στρατηγική (επικαλούμενοι πολιτικά, ακριβώς, τις υψηλές αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ).

Γι’ αυτό δεν μας εκπλήττει όταν ένας πρωθυπουργός υποβαθμίζει το casus belli λέγοντας ότι «δεν είναι καινούριο αυτό». Αντί δηλαδή ξεκάθαρες αποτρεπτικές θέσεις για τις απειλές πολέμου που εκπέμπονται καθημερινά και για το πώς εκπληρώνεται το διεθνές δίκαιο που αφορά την επικράτειά μας, υποβαθμίζουμε το casus belli ως κάτι ξεχασμένο και πεπαλαιωμένο που θα ξεπεράσουμε με «συναντήσεις».



Πηγή: slpress.gr

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *