ΗΝΙΟΧΟΣ ΣΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Ἔλα, παιδί μου, νὰ σοῦ δείξω τὸν κόσμο
ποὺ ἔγινε ἀπ' τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ
κι ἀπὸ πηλό.
Στὸ μέρος ποὺ θωρεῖς τὶς νύχτες
σκόρπια πάνου στὴ γῆς
μιὰ χούφτα ἀστέρια,
ἐκεῖ τ' ἄλλα σου ἀδέρφια βλέπουν ὄνειρα...
Νὰ προσπερνᾶς
δίχως ποτέ σου νὰ ρωτᾶς τὄνομα
τῆς πολιτείας ποὺ κοιμᾶται
κι ὅμοια νὰ σέβεσαι τὸν ὕπνο τῶν νερῶν...
Καὶ τὰ καράβια
ποὺ περνᾶν στὰ ὑγρὰ μονοπάτια
νὰ χαιρετᾶς, νὰ χαιρετᾶς, νὰ χαιρετᾶς,
γιατὶ δὲν ξέρεις ἄν θ' ἀράξουν σὲ λιμάνι
ἤ στὸ βυθὸ τῶν ὠκεανῶν,
κι ἴσως τὸ χαιρέτισμά σου νἆναι
τὸ ὕστερο δῶρο τῆς ζωῆς στοὺς ταξιδιῶτες —
λουλούδια στὸ φέρετρο,
λιβάνι στὸ θυμιατὸ γιὰ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία...
Νὰ πιστεύεις πάντοτε στὸν ἥλιο!
Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια
καὶ μὴν ταράζεις μὲ τὰ δάκρυά σου τὸν ὕπνο
ἐκείνων ποὺ σωπάσαν...
Κι ἄν μιὰ Μοίρα σοῦ ἔταζε τὸ ἀκριβότερο ἀγαθό,
μὴν τῆς ζητήσεις τὸ δαχτυλίδι τοῦ ἔρωτα
ἤ τοῦ πλούτου ἤ τῆς αἰώνιας νιότης·
ζήτα τὸ μυστικὸ τῆς λησμοσύνης.
Τὰ πιὸ ὡραῖα παραμύθια εἶνε κεῖνα
ποὺ ἔχουνε βουλιάξει
στὴ γκρίζα της θάλασσα...
Ὄμορφος, παιδί μου, εἶνε ὁ κόσμος
ποὺ ἔγινε ἀπ' τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ
κι ἀπὸ πηλό.
Δὲ φοβᾶμαι νὰ σ' ἀνεβάσω
ἡνίοχο στὸ ἅρμα τοῦ ἥλιου
γιὰ τὸ ταξίδι...
Τὰ πέταλα τῶν ἀλόγων σου
θὰ κλωτσᾶν στὸν ἀέρα
κεντώντας ἀσημένια ἐρωτηματικὰ
στὸ πέπλο τῆς Μοίρας —
καὶ γώ, δίχως τίποτα νὰ λέω,
θὰ τὰ ξυλώνω ἕνα - ἕνα
καθισμένη κατάχαμα στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας
καὶ θὰ τὰ μαζεύω στὴν ποδιά μου
νὰ στολίζω μ' αὐτὰ
τὶς ἄναστρες νύχτες μου...
Ἔλα, παιδί μου, νὰ σοῦ δείξω τὸν κόσμο
ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ
κι ἀπὸ πηλό...
Μὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα
καθάρισε τὸ γιαλὶ τῆς ψυχῆς σου
καλὰ - καλὰ
καὶ σκύψε
μοναχός σου
νὰ διαβάσεις μέσα κεῖ
ὅσα δὲν εἶνε ἱστορημένα στὰ βιβλία.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΑΛΜΑΤΗ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 708, 1957
Ἑλληνων Φῶς