“ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ”


- Στον Conrad Russel Rooks -

Ἀν­δρέ­α Ἐ­μπει­ρί­κου

Μι­ά μέ­ρα πού κα­τέ­βαι­να στήν ὁ­δόν τῶν Φι­λελ­λή­νων, μα­λά­κω­νε ἡ ἄ­σφαλ­τος κά­τω ἀ­π' τά πό­δι­α καί ἀ­πό τά δέν­δρα τῆς πλα­τεί­ας ἠ­κού­ο­ντο τ­ζιτ­ζί­κι­α, μέ­σ' στήν καρ­δι­ά τῶν Ἀ­θη­νῶν, μέ­σ' στήν καρ­δι­ά τοῦ θέ­ρους.

Πα­ρά τήν ὑ­ψη­λήν θερ­μο­κρα­σί­αν, ἡ κί­νη­σις ἦ­το ζω­η­ρά.

Αἴ­φνης μί­α κη­δεί­α πέ­ρα­σε. Ὀ­πί­σω της ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν πέ­ντε -ἕ­ξη αὐ­το­κί­νη­τα μέ με­λα­νει­μο­νού­σας, καί ἐ­νῶ στά αὐ­τι­ά μου­ἔ­φθα­ναν ρι­παί πνι­γμέ­νων θρή­νων, γι­ά μι­ά στι­γμή ἡ κί­νη­σις δι­ε­κό­πη. Τό­τε, με­ρι­κοί ἀ­πό ἐ­μᾶς (ἄ­γνω­στοι με­τα­ξύ μας μέ­σ' στό πλῆ­θος) μέ ἄγ­χος κοι­τα­χθή­κα­με στά μά­τι­α, ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου προ­σπα­θώ­ντας τήν σκέ­ψι νά μα­ντεύ­σῃ. Ἔ­πει­τα, δι­α­μι­ᾶς, ὡς μί­α ἐ­πέ­λα­σις πυ­κνῶν κυ­μά­των, ἡ κί­νη­σις ἐ­ξη­κο­λού­θη­σε.

Ἦ­το Ἰ­ού­λι­ος. Εἰς τήν ὁ­δόν δι­ήρ­χο­ντο τά λε­ω­φο­ρεῖ­α, κα­τά­με­στα ἀ­πό ἱ­δρω­μέ­νον κό­σμο - ἀ­πό ἄν­δρας λο­γῆς-λο­γῆς, κού­ρους λι­γνούς καί ἄρ­ρε­νας βα­ρεῖς, μυ­στα­κο­φό­ρους, ἀ­πό οἰ­κο­κυ­ράς χον­δράς, ἤ σκε­λε­τώ­δεις, καί ἀ­πό πολ­λάς νε­ά­νι­δας καί μα­θη­τρί­ας, εἰς τῶν ὁ­ποί­ων τούς σφι­κτούς γλου­τούς καί τά σφύ­ζο­ντα στή­θη, πολ­λοί ἐκ τῶν συ­νω­θου­μέ­νων, ὡς ἦ­το φυ­σι­κόν, ἐ­πά­σχι­ζαν (ὅ­λοι φλε­γό­με­νοι, ὅ­λοι στη­τοί ὡς Ἡ­ρα­κλεῖς ρο­πα­λο­φό­ροι) νά κά­μουν μέ στό­μα­τα ἀ­νοι­κτά καί μά­τι­α ὀ­νει­ρο­πό­λα, τάς συ­νή­θεις εἰς πα­ρο­μοί­ους χώ­ρους ἐ­πα­φάς, τάς τό­σον βα­ρυ­ση­μά­ντους καί τε­λε­τουρ­γι­κάς, ἅ­πα­ντες προ­σποι­ού­με­νοι ὅ­τι τυ­χαί­ως, ὡς ἐκ τοῦ συ­νω­στι­σμοῦ, ἐ­γί­νο­ντο ἐ­πί τῶν σφαι­ρι­κῶν θελ­γή­τρων τών δε­κτι­κῶν μα­θη­τρι­ῶν καί κο­ρα­σί­δων αὐ­ταί αἱ σκό­πι­μοι καί ἐκ­στα­τι­καί μέ­σα εἰς τά ὀ­χή­μα­τα ἐ­πα­φαί - ψαύ­σεις, συν­θλί­ψεις καί προ­στρί­ψεις.

Ναί, ἦ­το Ἰ­ού­λι­ος· καί ὄ­χι μό­νον ἡ ὁ­δός τῶν Φι­λελ­λή­νων, μά καί ἡ Ντά­πι­α τοῦ Με­σο­λογ­γι­οῦ καί ὁ Μα­ρα­θών καί οἱ Φαλ­λοί τῆς Δή­λου ἐ­πάλ­λο­ντο σφύ­ζο­ντες στό φῶς, ὅ­πως στοῦ Με­ξι­κοῦ τάς αἰ­χμη­ράς ἐ­κτά­σεις πάλ­λο­νται εὐ­θυ­τε­νεῖς οἱ κά­κτοι τῆς ἐ­ρή­μου, στήν μυ­στη­ρι­α­κή σι­γή πού πε­ρι­βάλ­λει τάς πυ­ρα­μί­δας τῶν Ἀζ­τέ­κων.

Τό θερ­μό­με­τρον ἀ­νήρ­χε­το συ­νε­χῶς. Δέν ἦ­το θάλ­πος, ἀλ­λά ζέ­στη - ἡ ζέ­στη πού τήν γεν­νᾷ τό κά­θε­το λι­ο­πύ­ρι. καί ὅ­μως, πα­ρά τόν καύ­σω­να καί τήν γορ­γήν ἀ­να­πνο­ήν τῶν πνευ­στι­ώ­ντων, πα­ρά τήν δι­έ­λευ­σιν τῆς νε­κρι­κῆς πο­μπῆς πρό ὀ­λί­γου, κα­νείς δι­α­βά­της δέν ἠ­σθά­νε­το βα­ρύς, οὔ­τε ἐ­γώ, πα­ρ' ὅ­λον ὅ­τι ἐ­φλέ­γε­το ὁ δρό­μος. Κά­τι σάν τέτ­τιξ ζω­η­ρός μέ­σ' στήν ψυ­χή μου, μέ ἠ­νά­γκα­ζε νά προ­χω­ρῶ, μέ βῆ­μα ἐ­λα­φρόν ὑ­ψί­συ­χνον. Τά πά­ντα ἦ­σαν τρι­γύ­ρω μου ἐ­ναρ­γῆ, ἁ­πτά καί δι­ά τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἀ­κό­μη, καί ὅ­μως, συγ­χρό­νως, σχε­δόν ἐ­ξαυ­λοῦ­ντο μέ­σα στόν καύ­σω­να τά πά­ντα - οἱ ἄν­θρω­ποι καί τά κτί­σμα­τα - τό­σον πο­λύ, πού καί ἡ λύ­πη ἀ­κό­μη ἐ­νί­ων τε­θλιμ­μέ­νων, λές καί ἐ­ξη­τμί­ζε­το σχε­δόν ὁ­λο­σχε­ρῶς, ὑ­πό τό ἴ­σον φῶς.

Τό­τε ἐ­γώ, μέ ἰ­σχυ­ρόν παλ­μόν καρ­δί­ας, στα­μά­τη­σα γι­ά μι­ά στι­γμή, ἀ­κί­νη­τος μέ­σα στό πλῆ­θος, ὡς ἄν­θρω­πος πού δέ­χε­ται ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἀ­κα­ρι­αί­αν, ἤ ὡς κά­ποι­ος πού βλέ­πει νά γί­νε­ται μπρο­στά του ἕ­να θαῦ­μα καί ἀ­νέ­κρα­ξα κά­θι­δρως:

"Θε­έ! Ὁ καύ­σων αὐ­τός χρει­ά­ζε­ται γι­ά νά ὑ­πάρ­ξῃ τέ­τοι­ο φῶς! Τό φῶς αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται, μι­ά μέ­ρα γι­ά νά γί­νῃ μι­ά δό­ξα κοι­νή, μι­ά δό­ξα πα­ναν­θρώ­πι­νη, ἡ δό­ξα τῶν Ἑλ­λή­νων, πού πρῶ­τοι, θαρ­ρῶ, αὐ­τοί, στόν κό­σμον ἐ­δῶ κά­τω, ἔ­κα­μαν οἶ­στρο τῆς ζω­ῆς τόν φό­βο τοῦ θα­νά­του".



Πηγή: ΕΚΗΒΟΛΟΣ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *