27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. (Κ. Π. Καβάφης)
Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί, η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,...
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾿ ἄμμι φιλήσεαι: αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»
Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί, η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,...
Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας, Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι, γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας, ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ...
Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο λουλούδι, ὅμοια κ' ἐγώ. Τριγυρίζω διαρκῶς γύρω ἀπ' τὴ λέξη. Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή, τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν νοήματα,...
Σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους ἔρχεται μιὰ μέρα ποῦ πρέπει τὸ μεγάλο Ναὶ ἢ τὸ μεγάλο τὸ Ὄχι νὰ ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τόχει ἕτοιμο μέσα του τὸ Ναί, καὶ λέγοντας τὸ πέρα πηγαίνει στὴν τιμὴ...
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες. Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς...
Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη, δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες· τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες. Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου...
Α´ Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη. Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς. Τ᾿ ἄλογα στ᾿...
Όσοι ανέπνευσαν καθάρια όσοι σταθήκαν παλλικάρια τον κόσμο αυτό περιφρονήσαν όσοι ποτέ δεν τους νικήσαν Όσοι τον θάνατο αντικρύσαν μανάδες και παιδιά αφήσαν να πάν να βρούν την λευτεριά μ΄αβέβαιη τόση σιγουριά Όσοι μιλήσαν...